μεταβατικῶς

μεταβατικῶς
μεταβατικός
able to pass from one place to another
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεταβατικός — ή, ό (Α μεταβατικός, ή, όν) [μεταβαίνω] 1. αυτός που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να μετακινείται από έναν τόπο σε άλλο, να αλλάζει τόπο διαμονής, περιοδεύων, αποδημητικός (α. «μεταβατικό απόσπασμα» β. «τὸ μεταβατικὸν ἀφ ἑτέρου εἰς ἕτερον»,… …   Dictionary of Greek

  • ՓՈԽԱՆՑԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0948 Chronological Sequence: Unknown date, 8c մ. μεταβατικῶς transitive, transitu. Փոխարկմամբ. անցմամբ. անցանելով յայլ վիճակ. *Շարժումն է գնդատեսակ, յորժամ փոխանցաբարնորգործէ. որպէս ʼի ջրոց ձկունք եւ թռչունք, եւ գնւնզանն մովսիսի յօձ, եւ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”